χαλαζογαμία

χαλαζογαμία
η, Ν
βοτ. μέθοδος γονιμοποίησης στα σπερματόφυτα κατά την οποία ο γυρεοσωλήνας φθάνει στον σπερματικό πυρήνα όχι μέσω τής μικροπύλης τής σπερμοβλάστης αλλά διά μέσου τού πλακούντα και τής χάλαζας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chalazogamy < χάλαζα + γάμος + κατάλ. -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πορογαμία — η, Ν βοτ. η χαλαζογαμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. porogamy (< πόρος + γάμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”